λαέρτης

λαέρτης
Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Ιθάκης, πατέρας του Οδυσσέα, γιος του Αρκεισίου και της Χαλκομέδουσας. Γυναίκα του ήταν η Αντίκλεια, κόρη του Αυτολύκου, η οποία, σύμφωνα με κάποια νεότερη παράδοση, ενώ ήταν ακόμα αρραβωνιασμένη με τον Λ., κοιμήθηκε με τον Σίσυφο και από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Οδυσσέας. Ο Λ., την περίοδο που ο Οδυσσέας περιπλανιόταν μακριά από την Ιθάκη, είχε αποσυρθεί στην εξοχική του κατοικία, όπου καταγινόταν με την καλλιέργεια του κτήματός του, έχοντας για μοναδική συντροφιά μια γριά σκλάβα, τον άντρα της Δολίο και τα παιδιά της. Εκεί, κακοντυμένο και αβάσταχτα θλιμμένο για την περιπέτεια του γιου του, τον ξαναβρήκε ο Οδυσσέας μετά τον φόνο των μνηστήρων να σκαλίζει κάποιο δεντράκι (Οδύσσεια, ω, 226). Μετά την παρέμβαση της Αθηνάς, η οποία φρόντισε να τον αναζωογονήσει, πολέμησε μαζί με τον γιο του εναντίον των οπαδών των μνηστήρων. Στα πλαίσια αυτής της διαμάχης κατάφερε να σκοτώσει τον πατέρα του Αντίνοου, τον Ευπείθη, ο οποίος ήταν και αρχηγός της στάσης.
* * *
λαέρτης, -ου, ὁ (Α)
είδος μυρμηγκιού ή θανατηφόρου σφήκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λαός + ἔρετο (=ὡρμήθη, κατά τον Ησύχιο), λ. στις οποίες ανάγεται πιθ. και το όνομα Λαέρτης (ο πατέρας τού Οδυσσέα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λαέρτης — ant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαέρτης — ant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Лаэрт — (Λαέρτης) отец Одиссея (см.) …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Λαερτίου — λαέρτης ant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαερτίῳ — λαέρτης ant masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαέρτη — Λαέρτης ant masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαέρτη — λαέρτης ant masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαέρτην — Λαέρτης ant masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαέρτην — λαέρτης ant masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαέρτιος — λαέρτης ant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”